λογιστεία

λογιστεία
η (AM λογιστεία) [λογιστεύω]
νεοελλ.
το έργο ή η υπηρεσία τού λογιστή ή τού λογιστηρίου
αρχ.
το έργο ή το αξίωμα τού λογιστή, τού οικονομικού ελεγκτή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λογιστεία — λογιστείᾱ , λογιστεία office of fem nom/voc/acc dual λογιστείᾱ , λογιστεία office of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογιστείας — λογιστείᾱς , λογιστεία office of fem acc pl λογιστείᾱς , λογιστεία office of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογιστείαν — λογιστείᾱν , λογιστεία office of fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”